Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η έκκληση'

  • 1 воззвание

    воззвание с η έκκληση' обратиться с \воззванием απευθύνω (или κάνω) έκκληση
    * * *
    с
    η έκκληση

    обрати́ться с воззва́нием — απευθύνω ( или κάνω) έκκληση

    Русско-греческий словарь > воззвание

  • 2 обращаться

    обращаться 1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι* \обращаться с просьбой απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση' \обращаться за помощью к кому-л. ζητώ βοήθεια από κάποιον \обращаться κ врачу αποτείνομαι στο γιατρό· \обращаться с призывом κάνω έκκληση 2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι 3) (с чём-л.) μεταχειρίζομαι
    * * *
    1) (к кому-л.) αποτείνομαι, απευθύνομαι

    обраща́ться с про́сьбой — απευθύνω παράκληση, κάνω αίτηση

    обраща́ться за по́мощью к кому́-л. — ζητώ βοήθεια από κάποιον

    обраща́ться к врачу́ — αποτείνομαι στο γιατρό

    обраща́ться с призы́вом — κάνω έκκληση

    2) (с кем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι
    3) (с чем-л.) μεταχειρίζομαι

    Русско-греческий словарь > обращаться

  • 3 обращение

    обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)
    * * *
    с
    1) η έκκληση; το διάγγελμα ( призыв); η αναφορά ( заявление)
    2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο
    3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение)

    Русско-греческий словарь > обращение

  • 4 призыв

    призыв м 1) (обращение ) η έκκληση 2) (лозунг ) το σύνθημα 3) воен. η κλήση, η πρόσκληση
    * * *
    м
    1) ( обращение) η έκκληση
    2) ( лозунг) το σύνθημα
    3) воен. η κλήση, η πρόσκληση

    Русско-греческий словарь > призыв

  • 5 призыв

    призыв
    м
    1. ἡ ἔκκληση [-ις]:
    откликнуться на \призыв ἀπαντώ στήν Εκκληση·
    2. (лозунг) σύνθημα:
    первомайские \призывы τά πρωτομαγιάτικα συνθήματα·
    3. воен. ἡ κλήση, ἡ πρόσκληση (στρατευσίμων)· ◊ Ленинский \призыв ἡ στρατολογία (στό κομμουνιστικό κόμμα) προς τιμήν τοῦ Λένιν.

    Русско-новогреческий словарь > призыв

  • 6 воззвание

    ουδ.
    1. παλ. έκκληση, επίκληση.
    2. έκκληση προς τις μάζες.

    Большой русско-греческий словарь > воззвание

  • 7 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 8 обращение

    1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή
    - планет астр. η περιφορά των πλανητών
    2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορία
    пускать в - что-л. βάζω κάτι σε -
    3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή
    (просьба речь) η έκκληση, η επίκληση
    4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение

  • 9 взывать

    взывать
    несов (о чем-л. к кому-л.) κάνω ἔκκληση, ἐπικαλούμαι:
    \взывать о помощи καλώ σέ βοήθεια, ζητώ βοήθεια, ἐπικαλούμαι τή βοήθεια.

    Русско-новогреческий словарь > взывать

  • 10 воззвание

    воззвание
    с ἡ ἐκκληση [-ις], ἡ προκήρυξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > воззвание

  • 11 кликать

    кликать
    несов, кликнуть сов разг καλῶ, φωνάζω / προσκαλώ (подзывать):
    кликнуть клич κάνω ἔκκληση.

    Русско-новогреческий словарь > кликать

  • 12 клич

    клич
    м ἡ κραυγή, ἡ ίαχή, ἡ Εκκληση [-ις]:
    боевой \клич ἡ πολεμική κραυγή.

    Русско-новогреческий словарь > клич

  • 13 воззвание

    [βαζβάνιιε] ουσ. ο. έκκληση

    Русско-греческий новый словарь > воззвание

  • 14 воззвание

    [βαζβάνιιε] ουσ ο έκκληση

    Русско-эллинский словарь > воззвание

  • 15 воззвать

    -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. воззвал, -ла, ло ρ.σ. με δοτ. απευθύνομαι, κάνω έκκληση, επικαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > воззвать

  • 16 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 17 клич

    α.
    κλήση, κάλεσμα• αναφώνηση.
    кликнуть клич κάνω (απευθύνω) έκκληση.

    Большой русско-греческий словарь > клич

См. также в других словарях:

  • έκκληση — η 1. επίκληση, εκλιπάρηση, πρόσκληση: Κάνουμε έκκληση στα πατριωτικά σας αισθήματα. 2. (νομ.), έφεση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκκληση — η (AM ἔκκλησις) έφεση δίκης νεοελλ. επίκληση, παράκληση, θερμή ικεσία αρχ. 1. πρόσκληση 2. επίκληση με μαγικές επωδούς …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • επικλητικός — ή, ό αυτός που γίνεται ή λέγεται για επίκληση, για έκκληση. επίρρ... επικλητικώς, ά με επίκληση, με έκκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκληση. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»